- ιπποσόας
- ἱπποσόας και ίπποσσόος, ό, θηλ. ἱπποσόα (Α)1. αυτός που κεντρίζει, που διεγείρει τους ίππους για να τρέξουν («ἱπποσόας Ἰόλαος», Πίνδ.)2. το θηλ. ίπποσόαεπίθ. τής θεάς Αρτέμιδος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)-* + -σόας (< σεύω «κυνηγώ»). Τα υπόλοιπα αντίστοιχα συνθ. τού ρ. σχηματίζονται σε -σσοος (πρβλ. βοο-σσόος, λαο-σσόος)].
Dictionary of Greek. 2013.